κλειδαράς

κλειδαράς
ο слесарь (изготовляющий ключи, замки)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κλειδαράς" в других словарях:

  • κλειδαράς — ο [κλειδαράς] ο κατασκευαστής ή επιδιορθωτής κλειδιών ή κλειδαριών, ο κλειθροποιός, ή αυτός ο οποίος ξεκλειδώνει πόρτες που έχουν χαθεί τα κλειδιά τους …   Dictionary of Greek

  • κλειδαράς — ο αυτός που κατασκευάζει κλειδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλειδάς — ο (AM κλειδᾱς, ᾱ) [κλεις] αυτός που κατασκευάζει κλειδιά, κλειδαράς …   Dictionary of Greek

  • κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η …   Dictionary of Greek

  • κλειδοποιός — ο (AM κλειδοποιός) αυτός που κατασκευάζει κλειδιά, κλειδαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, δός + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. επιπλο ποιός, ηθο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • κλειθροποιός — ο, η (Α κλειθροποιός) ο κατασκευαστής ή επιδιορθωτής κλείθρων, κλειδαριών, ο κλειδαράς, ο κλειδωνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεῖθρο + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αρτο ποιός, ζωο ποιός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»